ασύστολος

ασύστολος
-η, -ο [συστέλλω]
1. αδιάντροπος
(«ασύστολο ψέμμα», «ασύστολη γυναίκα»)
2. κακοντυμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασύστολος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει συστολή, ντροπή, αναίσχυντος, αδιάντροπος: Αυτά που σου είπε, είναι όλα ασύστολα ψέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Κονεμένος — Επώνυμο οικογένειας από την Πρέβεζα, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στις επιστήμες και στα γράμματα και κατέλαβαν πολιτικά αξιώματα. Σύμφωνα με οικογενειακή παράδοση, η οποία αναφέρεται και από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, η οικογένεια Κ. προερχόταν από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”